εξουσιαστικός

εξουσιαστικός
η , ό[ν]
1) властный, повелительный; 2) относящийся к власти, к властителю; 3) грам. :

εξουσιαστικά ρήματα — глаголы со значением «властвовать», «господствовать»


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εξουσιαστικός" в других словарях:

  • ἐξουσιαστικός — authoritative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξουσιαστικός — ή, ό (AM ἐξουσιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος 2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα… …   Dictionary of Greek

  • εξουσιαστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία ή τον εξουσιαστή, δεσποτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξουσιαστικά — ἐξουσιαστικός authoritative neut nom/voc/acc pl ἐξουσιαστικά̱ , ἐξουσιαστικός authoritative fem nom/voc/acc dual ἐξουσιαστικά̱ , ἐξουσιαστικός authoritative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικώτερον — ἐξουσιαστικός authoritative adverbial comp ἐξουσιαστικός authoritative masc acc comp sg ἐξουσιαστικός authoritative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικῶν — ἐξουσιαστικός authoritative fem gen pl ἐξουσιαστικός authoritative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικόν — ἐξουσιαστικός authoritative masc acc sg ἐξουσιαστικός authoritative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικαῖς — ἐξουσιαστικός authoritative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικαί — ἐξουσιαστικός authoritative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικοί — ἐξουσιαστικός authoritative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστικῆς — ἐξουσιαστικός authoritative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»